οἰκοδόμημα — building neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδόμημα — το, ατος το κτίριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek
παγόδα — Οικοδόμημα θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο συνδέεται με τη βουδιστική λατρεία, με μορφή πύργου, συνήθως από πέτρα, άλλοτε από ψημένο πηλό, σπάνια από ξύλο (Ιαπωνία). Είναι διαδεδομένη στην Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία… … Dictionary of Greek
οἰκοδομημάτων — οἰκοδόμημα building neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήμασι — οἰκοδόμημα building neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήμασιν — οἰκοδόμημα building neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματα — οἰκοδόμημα building neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματι — οἰκοδόμημα building neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματος — οἰκοδόμημα building neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)